καλοπληρωτής

καλοπληρωτής
ο
αυτός που πληρώνει τα χρέη του χωρίς δυστροπία: Όλοι του δανείζουν, γιατί είναι καλοπληρωτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοπληρωτής — και καλοπλερωτής, ο 1. αυτός που εξοφλεί τα χρέη του στην καθορισμένη προθεσμία χωρίς δυστροπία 2. αυτός που αμείβει καλά εκείνους που εργάζονται για λογαριασμό του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”